κόμη της Αφροδίτης

κόμη της Αφροδίτης
(Adantium capillus-veneris). Επιστημονική ονομασία του φυτού αδιάντοπολυτρίχι. Βλ. λ. αδιάντο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυμορφισμός — Διαφορά όψης μεταξύ ατόμων του ίδιου είδους, που αφορούν στη μορφή (κυρίως π.) αλλά και στο χρώμα (πολυχρωμισμός) ή στις διαστάσεις ή και άλλους χαρακτήρες. Όταν οι διαφορετικές μορφές είναι μονάχα δυο, τότε έχουμε διμορφισμό. Ο ατομικός π. έχει… …   Dictionary of Greek

  • αδιάντο — (adiantum).Ονομασία γένους πτεριδοφύτων της οικογένειας των πολυποδιδών, που περιλαμβάνει πάνω από 100 είδη, καλλωπιστικά και φαρμακευτικά, ιθαγενή των θερμών και εύκρατων χωρών και κυρίως των υγρών περιφερειών. Τα φύλλα τους έχουν συνήθως μίσχο… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Τισιανός, Βετσέλιο — (Tiziano, Πιέβε ντι Καντόρε περίπου το 1487 – Βενετία 1576). Ιταλός ζωγράφος. Αν και γύρω στο 1508 09 ο Τ. εργαζόταν στο Εργαστήριο των Γερμανών στη Βενετία μαζί με τον Τζορτζιόνε, ο πίνακας της Αμβέρσας με τον Επίσκοπο Γιάκοπο Πέζαρο που… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Βερενίκη — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Β. Α’ (340; – 281 ή 271 π.Χ.). Κόρη του Λάγου και της Αντιγόνης, κόρης του Κασσάνδρου, και ετεροθαλής αδελφή του Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα, ιδρυτή της δυναστείας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Ο πρώτος της σύζυγος ήταν …   Dictionary of Greek

  • Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”